Θρησκευτικός Τουρισμός

Η Ιερά Μητρόπολις Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου περιλαμβάνει τα νησιά Λήμνος και Άγιος Ευστράτιος. Στη περιφέρεια της Μητροπόλεως υφίστανται 37 Ναοί, 365 Εξωκκλήσια και 10 Παρεκκλήσια, στα οποία ιερουργούν περίπου 25 εφημέριοι. Από το 1988 Μητροπολίτης Λήμνου είναι ο Ιερόθεος Β΄ (Γαρύφαλλος), που από το 1968 μέχρι τότε διατελούσε Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Την περίοδο 1990-1991 έγιναν τα εγκαίνια τριών ναών.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου κ.Ιερόθεος

Ιστορική πορεία

Η Εκκλησία της Λήμνου είναι από τις αρχαιότερες στον ελλαδικό χώρο, αφού αναφέρεται από τον 4ο αιώνα μ.Χ. Το 325 ο επίσκοπος Ηφαιστίας Λήμνου Στρατήγιος μετείχε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας. Επίσκοπος Λήμνου αναφέρεται επίσης το 680 στην Στ΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 692 στην Πενθέκτη και το 787 στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο.

Σε μεταγενέστερες βυζαντινές πηγές υπάρχουν ευάριθμες αναφορές στους αρχιερείς της Λήμνου με εξαίρεση την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1207-70), οπότε στο νησί είχε επιβληθεί από τον Πάπα της Ρώμης επιτετραμμένος της Καθολικής Εκκλησίας.

Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας υπάρχει συνεχής αναφορά στους μητροπολίτες Λήμνου μέχρι την απελευθέρωση του νησιού, το 1912.

Συνεπώς, δεν είναι υπερβολή να λεχθεί πως η εκκλησία της Λήμνου έχει αδιάλειπτη δράση από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους μέχρι σήμερα.

Τίτλοι του Αρχιερέως Λήμνου  

Κατά καιρούς ο προκαθήμενος της μητρόπολης Λήμνου έφερε διάφορους τίτλους, όπως: επίσκοπος, αρχιεπίσκοπος κλπ. Από το 19ο αιώνα η επίσημη ονομασία του είναι: «Ιερότατος Μητροπολίτης Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου, Υπέρτιμος και Έξαρχος παντός Αιγαίου Πελάγους».

Χρονική περίοδος Τίτλος
325 Επίσκοπος Ηφαιστείας Λήμνου
680, 692 Επίσκοπος πόλεως Λήμνου
9ος – 12ος αιώνας Αρχιεπίσκοπος Λήμνου
12ος – 13ος αιώνας Μητροπολίτης Λήμνου
13ος αιώνας Φραγκοκρατία, Λατίνος επιτετραμμένος
1321 και 1447 ή 1448 Αρχιεπίσκοπος Λήμνου και Ίμβρου
15ος αιώνας Μητροπολίτης Λήμνου
1575 περίπου Απομάκρυνση του εκπροσώπου του Πάπα μετά από συνδιαλλαγή του μ. Λήμνου Ιωάσαφ με τους Τούρκους
18ος αιώνας Μητροπολίτης Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου, Υπέρτιμος
19ος αιώνας-σήμερα Ιερότατος Μητροπολίτης Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου, Υπέρτιμος και Έξαρχος παντός Αιγαίου Πελάγους
Έδρα της Ι. Μ. Λήμνου

 

Χρονική περίοδος Έδρα
4ος αιώνας – 1207 Ηφαιστεία ή πόλις της Λήμνου
1270 – 15ος αιώνας Κότσινος, πιθανή συνύπαρξη με τον εκπρόσωπο του Πάπα
15ος – 16ος αιώνας Περιστασιακή έδρα στο κτήμα Μητρόπολις
16ος αιώνας μέχρι σήμερα Κάστρο (Μύρινα)
Κατάλογος Αρχιερέων Λήμνου
Μέχρι το 15ο αιώνα
Χρονική περίοδος Όνομα
325 Στρατήγιος (Ηφαιστείας της Λήμνου)
680 και 692 Σιλουανός (αμαρτωλός επίσκοπος πόλεως Λήμνου)
787 Ιωάννης
879 Αρσένιος (Arsenius Lemni)
1028 Νικόλαος
1054 Παύλος
1066 (ανώνυμος αρχιεπίσκοπος)
1100 ή 1188 Πενταχθένης (αρχιεπίσκοπος) ή Πεντακτίνης ή Πεντάκλας ή Πενταϊλάς
1156 Μιχαήλ
1169 (ανώνυμος)
1170 Αλέξανδρος
1172 Κωνσταντίνος
1191 ή 1197: Βασίλειος Α΄ (μητροπολίτης)
1313 (ανώνυμος)
Φεβρουάριος 1321 Ιάκωβος Α΄ (αρχιεπίσκοπος Λήμνου και Ίμβρου)
1359 περίπου Γρηγόριος Παλαμάς
1365 (ανώνυμος μητροπολίτης)
1380 (ανώνυμος)
1395 (ανώνυμος αρχιεπίσκοπος Λήμνου)
1447 ή 1448 Ιάκωβος Β΄ (αρχιεπίσκοπος Λήμνου και Ίμβρου)

 

Οθωμανική περίοδος (ως το 1912)
Χρονική περίοδος Όνομα
μέσα 16ου αιώνα Μάξιμος (μητροπολίτης Λήμνου)
1541 Παχώμιος
1565 Νεόφυτος (ταπεινός μητροπολίτης Λήμνου)
1572 ως 1598 (όχι συνεχώς) Ζαχαρίας Α΄
1575 ως 1578 Ιωάσαφ
1593 Μητροφάνης Α΄
1604 ως 1605 και 1611 Κωνστάντιος, από Βασιλικά Λέσβου
1606 Μητροφάνης Β΄
1610 ως 1616 Κλήμης Α΄
Μάιος ως Δεκέμβριος 1616 Κάλλιστος
1617 ως 1621(;) Κλήμης Α΄ (β΄ θητεία)
1632 Γεράσιμος
(;) ως 1637 Μακάριος A΄
11/5/1642 ως 1644 Ιγνάτιος
1644 Κάλλιστος (β΄ θητεία)
(;) ως 16/4/1653 Παΐσιος (πρόεδρος της Ι.Μ. Λήμνου)
16/4/1653 ως 1654: Κλήμης Β΄
4/6/1654 και Σεπτέμβριος 1661 Ιωακείμ Α΄
Φεβρουάριος 1655 ως 1661 Παρθένιος Α΄
1661 Φιλόθεος
(;) ως 1697 Παρθένιος Β΄
27/9/1697 ως 1698 Γαλακτίων
1698 ως 1707 Ιλαρίων
1707 ως 1733 Ιωαννίκιος ο Λίνδιος
μέσα 18ου αιώνα Διονύσιος Α΄
1743 και 1746 ως 1756 Παρθένιος Γ΄ ο Λίνδιος
18ος αιώνας Χρύσανθος
18ος αιώνας Μακάριος Β΄
Αύγουστος 1756 ως 1764 Ιερόθεος Α΄
1/5/1764 ως 1765(;) Ιερεμίας
1765(;) ως Οκτώβριος 1770 Ιωακείμ Β΄ ο Χίος, ο ιερομάρτυρας
Απρίλιος 1771 ως 1776 Ζαχαρίας Β΄
1777 ως 1795 Καλλίνικος Θεολογίτης
13/7/1795 ως Φεβρουάριος1814 Θεόκλητος
22/2/1814 ως Μάρτιος 1824 Μακάριος Γ΄ Βαμβούρης, από τη Μυτιλήνη
Μάρτιος 1824 ως Μάιος 1836 Νεκτάριος, Λήμνιος
Μάιος 1836 ως Απρίλιος 1839 Ιερώνυμος, Λέσβιος
Απρίλιος 1839 ως Δεκέμβριος 1853 Δανιήλ Αριτζανής
28/12/1853 ως 6/8/1888 Ιωακείμ Γ΄ Κεχαγιάς, από την Κωνσταντινούπολη
15/10/1888 ως 3/1/1890 Κύριλλος ο Βυζάντιος
14/2/1890 ως 15/6/1899 Αθανάσιος Καπουράλης, από τον Πύργο Σάμου
15/6/1899 ως 1/10/1905 Διόδωρος Μάσχας, από τον Κάμπο Χίου
4/10/1905 ως 22/5/1912 Γεννάδιος Αλεξιάδης, από την Μυσόπολη Προύσας
Νεότερη περίοδος
Χρονική περίοδος Όνομα
31/5/1912 ως Ιούλιος 1947 Στέφανος Δανιηλίδης, από τις Σαρδές Λήμνου
1947 ως 1949 α΄ τοποτηρητεία μ. Μυτιλήνης Ιακώβου
Σεπτέμβριος 1949 ως Οκτώβριος 1950 Βασίλειος Β΄ Ατέσης, από τη Σκύρο
1950 ως 1951 β΄ τοποτηρητεία μ. Μυτιλήνης Ιακώβου
1/11/1951 ως Απρίλιος 1959 Διονύσιος Β΄ Χαραλάμπους, από Αδραμύττιο Μικρασίας
1959 ως 1960 τοποτηρητεία μ. Αλεξανδρουπόλεως Ιωακείμ
29/5/1960 ως Νοέμβριος 1988 Παντελεήμων Μερτύρης, από την Ερμιόνη Αργολίδας
21/11/1988 ως σήμερα (2011) Ιερόθεος Β΄ Γαρύφαλλος, από την Αθήνα
Άγιος Σώζων, πολιούχος της Λήμνου

Ο Άγιος Σώζων έζησε τον 3ο αιώνα και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Από τα τέλη του 19ου αιώνα είναι πολιούχος της Λήμνου

Βιογραφικά

Ο Άγιος Σώζων έζησε τον 3ο αιώνα και πριν γίνει Χριστιανός ονομαζόταν Ταράσιος. Καταγόταν από τη Λυκαονία της Μικρασίας αλλά ζούσε στην Κιλικία και ήταν βοσκός. Κάποτε βρέθηκε στην Πομπηιούπολη της Κιλικίας. Εκεί, είδε ένα χρυσό άγαλμα της θεάς Άρτεμης. Τότε απέκοψε το χέρι του αγάλματος και μοίρασε το χρυσάφι σε φτωχούς χριστιανούς. Όμως έγινε αντιληπτός, συνελήφθη και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο.

Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 7 Σεπτεμβρίου.

Πολιούχος της Λήμνου

Κατά τη βυζαντινή εποχή προστάτης της Λήμνου ήταν ο Άγιος Αλέξανδρος, του οποίου το λείψανο φυλασσόταν στη Λήμνο ως το 1308. Αυτό αναφέρεται σε κώδικα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Όμως, το 1308 σε κάποια πειρατική επιδρομή εκλάπη το σκήνωμά του και μεταφέρθηκε στη Βενετία. Έκτοτε, η μνημόνευση του Αγ. Αλεξάνδρου ως πολιούχου της Λήμνου σταδιακά εξασθένησε.

Ακολούθησαν πολλές αλλαγές και τραγικά γεγονότα στο νησί: επιδρομές πειρατών, διαμάχες αυτοκρατορικών οικογενειών για τον έλεγχό του, εισβολές Φράγκων και Βυζαντινών ηγεμόνων, που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, ενετοκρατία μετά την άλωση της Πόλης και τελικά τουρκοκρατία από το 1479. Όλες αυτές οι μεταβολές είχαν ως αποτέλεσμα οι παλιές συνήθειες να ξεχαστούν σιγά-σιγά.

Το νησί άρχισε να συνέρχεται από τη φτώχια και την αγραμματοσύνη από τα μέσα του 18ου αιώνα. Λήμνιοι έμποροι και ναυτικοί ήρθαν σε επαφή με την Ευρώπη, τη Ρωσία και την Αίγυπτο. Απέκτησαν πλούτο και σιγά-σιγά άρχισαν να ξαναχτίζουν τους παλιούς ταπεινούς και συχνά ερειπωμένους ναούς των χωριών τους. Οι Λημνιοί καραβοκύρηδες ταξίδευαν στην Πόλη, στη Σμύρνη και στην Αλεξάνδρεια, στα λιμάνια του Αιγαίου και της Μαύρης θάλασσας. Στο δρόμο τους προς τα Δαρδανέλια αγνάντευαν το νησί τους από μακριά. Ένα εξωκλήσι, που βρισκόταν από παλιά στη ΝΑ ακτή της Λήμνου, τους έδινε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσουν τη μάχη τους με τη θάλασσα. Είναι ο ναΐσκος του Αγίου Σώζοντος, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Φισίνη.

Οι Λήμνιοι ναυτικοί θεωρούσαν σωτήρα τον Άγιο Σώζο, διότι κάποτε έσωσε τους ναυαγούς μετατρέποντας την κάπα του σε βάρκα. Σαν αντίκριζαν λοιπόν τα αναμμένα καντήλια, σταυροκοπιόνταν και έκαναν μια ευχή, να τους έχει καλά ώστε να επιστρέψουν σώοι στο νησί τους. Και όταν κινδύνευαν από κάποια θαλασσοταραχή, πάλι στο δικό τους άγιο απευθύνονταν για σωτηρία λέγοντας την ευχή: «Άγιε Σώζο σώσε μας!». Και έταζαν: άλλος εικόνα, άλλος μια λειτουργία, ότι ο καθένας μπορούσε.

Ομοίως, οι κάτοικοι του νησιού, που πρόσμεναν τους θαλασσοδαρμένους συγγενείς τους, στον Άγιο Σώζο κατέφευγαν με παρακλήσεις και τάματα ώστε να τους φέρει πίσω γερούς. Έτσι, για τη λημνιά ναυτοσύνη και για τις οικογένειες των ξενιτεμένων ο Άγιος Σώζων έγινε σταδιακά ο προστάτης άγιος, στο πανηγύρι του οποίου όφειλαν να πάνε κάθε χρόνο στις 7 Σεπτέμβρη. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα καθιερώθηκε να τιμάται ως πολιούχος της Λήμνου.

Το 1887 σε κατάλογο επισήμων εορτών της Λήμνου δεν αναφέρεται η εορτή του Αγ. Σώζοντος. Η παλαιότερη γραπτή μαρτυρία εορτασμού του Αγίου Σώζοντος ως πολιούχου του νησιού είναι του 1906. Το έτος αυτό η Λημνιακή Αδελφότητα Αλεξανδρείας αποφάσισε στις 7 Σεπτεμβρίου να τελέσει πανήγυρη του πολιούχου της Λήμνου Αγίου Σώζοντος με εσπερινό την παραμονή και Θεία Λειτουργία με αρτοκλασία ανήμερα. Συνεπώς, η ακριβής χρονολογία της καθιέρωσης του Αγ. Σώζοντος ως πολιούχου πρέπει να αναζητηθεί μεταξύ 1887 και 1906.

Μέχρι σήμερα, οι Λημνιοί της διασποράς σε Αυστραλία, Καναδά, ΗΠΑ και Νότ. Αφρική συνεχίζουν αυτή την παλαιά παράδοση, να συγκεντρώνονται και να συνεορτάζουν την εορτή του Αγίου Σώζοντος. Η εορτή του αγίου αποτελεί γι’ αυτούς το συνδετικό κρίκο που τους συνδέει με την πατρίδα τους και τους θυμίζει τα παιδικά τους χρόνια στο νησί.

Ο ναός

Το εκκλησάκι του Αγίου Σώζοντος αναφέρεται στη ΝΑ ακτή του νησιού της Λήμνου από τα μεσαιωνικά χρόνια. Σε παλιούς χάρτες περιηγητών σημειώνεται με την παραποιημένη μορφή Cogito. Τα ποικίλα πληρώματα των πλοίων δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την ακριβή προφορά των τοπωνυμίων με αποτέλεσμα από στόμα σε στόμα να παραποιούνται και όταν κάποιος χαρτογράφος ή περιηγητής τα σημείωνε στο χαρτί, η ονομασία να γίνεται αγνώριστη. Κάπως έτσι από τη φράση: «στον Αγιοσώζ’ντα» προέκυψε το Cogito, το οποίο περνούσε από τον ένα χαρτογράφο στον επόμενο για αιώνες.

Το τοπωνύμιο Cogito αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Ιταλό λόγιο Porcacchi το 1572. Στο χάρτη του τοποθετεί το Cogito στη ΝΑ Λήμνο και γράφει για αυτό, ότι είναι προς το γαρμπή κοντά σε ένα ακρωτήριο και ότι έχει ένα άθλιο κάστρο. Στη συνέχεια το τοπωνύμιο αναφέρεται στα 1680-90 από τον Piacenza, τον Coronelli και σε χάρτη ενός ανώνυμου περιηγητή. Η θέση σημειώνεται και από τον Choiseul-Gouffier το 1785, τόσο στον πολύ ακριβή χάρτη του, όσο και στο κείμενό του. Επομένως, το εκκλησάκι του Αγίου Σώζοντος υπάρχει τουλάχιστον από τις αρχές του 16ου αιώνα στη ΝΑ Λήμνο. Παλιότερα στη θέση αυτή υπήρχε και κάποιο μικρό φρούριο, ερειπωμένο ήδη το 1572. Στο σημερινό ναό τα παλαιότερα στοιχεία που υπάρχουν είναι κάποιες εικόνες του 19ου αιώνα.

Πρόσφατα, τα κελιά του ναού αναπαλαιώθηκαν από τους αδελφούς Στενού.

Η παράδοση

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση ο ναός κτίστηκε σε αυτή τη θέση έπειτα από υπόδειξη του ιδίου του αγίου με θαυματουργό τρόπο. Στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα ο ναός υπήρχε ανέκαθεν ένα αγίασμα, ένα πηγάδι με γλυκό νερό, το οποίο βρίσκεται στο επίπεδο της θάλασσας. Εκεί κοντά ένας κάτοικος του γειτονικού χωριού Φισίνη βρήκε μια παλιά εικόνα του Αγίου Σώζοντος. Την έφερε στο χωριό, αλλά το άλλο πρωί η εικόνα βρέθηκε πάλι στο ακρωτήρι κοντά στο αγίασμα.

Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές, ώσπου ο άγιος παρουσιάστηκε σε κάποιον ευσεβή βοσκό και του υπέδειξε τον τόπο που ήθελε να χτίσουν εκκλησία και να τοποθετήσουν την εικόνα του. Συγκεκριμένα, του είπε να ξεκινήσει το πρωί, όπως κάθε μέρα, να πάει προς τη μάντρα του και εκείνος θα τον καθοδηγήσει. Έτσι και έκανε, όμως τότε ένα παράξενο φαινόμενο συνέβη. Όπως περπατούσε, πίσω του ήταν νύχτα και μόνο μπροστά του, στο δρόμο προς το ακρωτήρι, ήταν ημέρα. Ακολουθώντας λοιπόν το θαυματουργό μήνυμα του αγίου έφτασε στο ακρωτήρι, στον τόπο που όπως κάθε μέρα βρισκόταν η εικόνα και εκεί το φαινόμενο σταμάτησε. Κατάλαβε λοιπόν, ότι αυτό ήταν το μέρος όπου ο άγιος ήθελε να χτιστεί ο ναός. Έτσι έκτισε εκεί ένα ξωκλήσι αφιερωμένο στον άγιο.

Ο θαυματουργός τρόπος, με τον οποίο ο άγιος υπέδειξε τη θέση του ναού, έγινε γνωστός σε όλη τη Λήμνο, με αποτέλεσμα πλήθος προσκυνητών να συρρέουν στη γιορτή του, στις 7 Σεπτεμβρίου και σταδιακά να καθιερωθεί τριήμερο παλλημνιακό πανηγύρι. Από την παραμονή πλήθη πιστών, σωστά καραβάνια, συνέρεαν από όλα τα χωριά. Άλλοι φιλοξενούνταν σε σπίτια γνωστών τους, στο κοντινό χωριό Φισίνη, και άλλοι κοιμόντουσαν στα κελιά που είναι χτισμένα γύρω από το ναό. Το βράδυ, γινόταν ο εσπερινός και στη συνέχεια ακολουθούσε γλέντι με λύρες και βιολιά. Ανήμερα, μετά την πανηγυρική θεία λειτουργία και τη λιτανεία της εικόνας, το γλέντι συνεχιζόταν ως το άλλο πρωί. Την επόμενη μέρα σιγά-σιγά οι προσκυνητές αναχωρούσαν με τα ζώα τους για τα χωριά τους.

Τροπάριο – Απολυτίκιο

Τροπάριο του Μάρτυρος Σώζοντος (ήχος β΄)

Τον αληθή και θεοφόρον Μάρτυρα, και αθλητήν της ευσεβείας δόκιμον, συνελθόντες ανυμνήσωμεν, μεγαλοφώνως πάντες σήμερον, Σώζοντα τον θείον μύστην της χάριτος, ιάσεων δοτήρα πλουσιώτατον. πρεσβεύει γαρ τω Θεώ υπέρ πάντων ημών.

Απολυτίκον του Αγίου Μάρτυρος Σώζοντος Πολιούχου της Λήμνου (ήχος δ΄)

Μαρτύρων αγλάισμα, επιστασία τη ση, Λημνίους διέσωσας εκ της δουλείας δεσμών αεί τους τιμώντας σε. έχοντες γαρ ως όλβον τιμαλφή των λειψάνων θήκην σου την αγίαν ανακράζομεν μάρτυς ημάς εκ δυσμενούς απειλής Σώζων διάσωζε

Αλεξόπυργος Λήμνου

Αλεξόπυργος Λήμνου - Βικιπαίδεια

Τα ανακαινισμένα κτίρια του μετοχίου.

Ο Αλεξόπυργος ή Αλεξίου Πύργος είναι βυζαντινό μοναστηριακό μετόχι που βρίσκεται στην κεντρική Λήμνο, στα όρια του Δήμου Νέας Κούταλης.

Ιστορικές αναφορές

Στην πεδινή έκταση που εκτείνεται μεταξύ των χωριών Αγγαριώνες και Πεσπέραγο (σημερινό Παλαιό Πεδινό), βρίσκεται το πιο αξιόλογο μεσαιωνικό κατάλοιπο της περιοχής: ο Αλεξόπυργος ή Αλεξίου Πύργος, που ήταν μετόχι της μονής Παντοκρά-τορος  του Αγίου Όρους.

Η μονή απέκτησε τα πρώτα εδάφη στην περιοχή το 1393. Το 1396, σε νέο χρυσό-βουλο ορίζεται ότι:

“…εδόθη… γη κατά την Θεόσωστον νήσον Λήμνον, Άνω Χωρίον ονομαζομένη, πλησίον του αιγιαλού και του χωρίου του Πισπέραγος ένθα και πύργον εκ βάθρων ανήγειρε…”

Το Άνω Χωρίον αναφέρεται και το 1361 σε κώδικα της μονής Μεγ. Λαύρας ενώ ο αναφερόμενος πύργος ταυτίζεται με τον Αλεξίου Πύργο, ονομασία που αποδίδεται στον αυτοκράτορα Αλέξιο Β΄ Κομνηνό, στην εποχή του οποίου (1180-83) κτίστηκε η μονή.

Περιγραφή

Στο μετόχι εντυπωσιάζει το αναστηλωμένο δίπατο κτιριακό συγκρότημα με την τράπεζα, τα κελιά, τους ξενώνες, το πέτρινο πηγάδι στον περίβολο και τους λοιπούς χώρους. Στο χώρο δεσπόζει ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, βασιλική του 14ου αιώνα που ανακαινίστηκε το έτος ΑΧΝΑ΄, δηλαδή το 1651, από το μοναχό Γαλακτίωνα, σύμφωνα με εντοιχισμένη κακότεχνη μαρμάρινη επιγραφή:

“ΑΝΑΚΑΙΝΗΣΤΗ Ο ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ ΗΠΟ ΓΑΛΑΚΤΗΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΕΤΟΣ ΑΧΝΑ΄”.

Στο εσωτερικό του ναού υπάρχουν μεταβυζαντινές τοιχογραφίες -πιθανόν του 18ου αιώνα- ενώ οι φορητές εικόνες εκτίθενται στο Εκκλησιαστικό Μουσείο στη Μύρινα. Παλιότερα αναφέρεται η ύπαρξη μιας μεγάλης καμπάνας, ρωσικής προέλευσης. Γύρω βρίσκονται διασκορπισμένα ή εντοιχισμένα βυζαντινά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και μαρμάρινα κοσμήματα.

Νεότερα χρόνια

Το 1856-59 το μετόχι ήταν ακατοίκητο. Όμως, φορολογήθηκε στα βασιλικά δοσίματα με 300 γρόσια.

Το 1916 ήταν ενεργό με ηγούμενο τον ιεροδιάκονο Φώτιο, ο οποίος του Σωτήρος (6 Αυγούστου) “μετά την θείαν λειτουργίαν παρέθεσεν γεύμα εις αρκετόν πλήθος προσκυνητών που είχεν συρρεύσει εκ των πέριξ χωρίων” (εφ. Λήμνος, φ. 37, 14/8/1916).

Το 1927 κατείχε έκταση 2.500 στρεμμάτων, η οποία απαλλοτριώθηκε και μοιράστηκε σε ακτήμονες κατοίκους των χωριών Πεσπέραγο, Αγγαριώνες, Σαρπί, Πορτιανού και σε πρόσφυγες της Νέας Κούταλης.

Το μετόχι της Παναγίας της Τρύγης

Στην περιοχή είχαν ιδιοκτησίες κι άλλες μονές τόσο στη βυζαντινή εποχή όσο κι αργότερα. Σε απογραφικό πρακτικό του 1304 καταγράφεται ως ιδιοκτησία της Μεγ. Λαύρας ο «Ρύαξ το Χλίον Νερόν», μετόχι με θερμές πηγές κοντά στην Τρύγη, βορειοανατολικά του χωριού. Το 1405 είχε 12 πάροικους.

Η Θεοτόκος στην Τρύγη ήταν παλιά ανεξάρτητη μονή, η οποία πριν από το 1364 είχε γίνει μετόχι της μονής Σιμωνόπετρας. Κατά τον Γεράσιμο Σμυρνάκη ο Πατριάρχης Γεράσιμος ο Γ´ το έτος 1798 επικύρωσε με σιγγίλιο ότι το μετόχι ανήκει στη Μονή Σίμωνος Πέτρας. Βρισκόταν σε μια εύφορη πεδιάδα που καταλήγει σε ένα μικρό όρμο και καθόρισε τη φυσιογνωμία του χωριού. Το 1856-59, αν και ακατοίκητο, φορολογήθηκε στα βασιλικά δοσίματα με 160 γρόσια. Το 1924 απαλλοτριώθηκαν 12.000 στρέμματα, τα οποία διανεμήθηκαν στους ντόπιους προσωρινά και οριστικά το 1954.

Κατάλοιπο του μετοχιού της Τρύγης είναι το εξωκκλήσι της Παναγίας, που εορτάζει την Kοίμησή της, στις 15 Αυγούστου, οπότε και γίνεται ολονύκτια αγρυπνία και πανήγυρη, το οποίο έχει υποστεί αλλοιώσεις από τις κατά καιρούς ανακαινίσεις. Από την παλαιά λιθοδομή σώζονται μόνο η ανατολική πλευρά με το τρίπλευρο ιερό και η επιγραφή:

«ΑΝΗΓΕΡΘΗ… ΠΑΡΑ ΑΓΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΑΞΙΟΤΙ… ΕΝ ΕΤΕΙ 1706»,

η οποία αποκαλύπτει κάποια φάση ανακαίνισης. Στο εσωτερικό του ναού διασώθηκαν εικόνες σπάνιας αισθητικής και υψηλής αξίας, με πιο σημαντική την θαυματουργή εικόνα της επικαλουμένης Παναγίας της Τρύγης, οι οποίες ανήκουν όπως και η εκκλησία στην ιδιοκτησία της αγιορειτικής μονής Σιμωνόπετρας και δεν απαλλοτριώθηκαν, όπως τα πιο πάνω κτήματα, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Γεωργίας. Στην γύρω περιοχή υπάρχουν ερείπια κτισμάτων του μετοχιού, τα οποία χρησίμευαν σαν κατοικία των μοναχών και των εργατών και στα οποία υπήρχε η εκκλησία της Aγίας Mαρίας Mαγδαληνής, που θεωρείται και ως συγκτιτόρισσα της Mονής Σίμωνος Πέτρας, και παριστάνεται σε εικόνα, μαζί με τον Όσιο Σίμωνα τον Mυροβλύτη, τον κτίτορα της Μονής. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν άλλα δυο εξωκκλήσια: η Αγ. Ευφημία, κτισμένη λίγο πιο πάνω από τη θάλασσα, στο μέρος της οποίας, σύμφωνα με μια παράδοση, ξεβράστηκαν τα λείψανα της αγίας, όταν κατά τους χρόνους του διωγμού του Κωνσταντίνου Ε΄ του Κοπρωνύμου τα έριξαν στη θάλασσα και Αγ.Ανάργυροι.

Το Αγιοπαυλίτικο μετόχι

Το κοινοτικό αγρόκτημα «Μητρόπολη» ταυτίζεται με το βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Παύλου ή Αγιοπαυλίτικο, που ήταν μετόχι της ομώνυμης μονής του Αγίου Όρους. Βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Ατσικής, ανάμεσα στα χωριά Καρπάσι και Λιβαδοχώρι. Πότε ακριβώς ιδρύθηκε, δεν είναι γνωστό. Πρέπει να είναι από τα πρώτα αγιορείτικα μετόχια του νησιού, αφού το 1858 που ο Γερμανός περιηγητής Cοnze επισκέφθηκε την περιοχή, αντέγραψε από την επιγραφή του ναού ανάμεσα σε άλλα και τα: «ΟΚΟΔΟΜΗΘΗ. . . CΤΦΠς», δηλαδή ότι οικοδομήθηκε το έτος «6586 από κτίσεως κόσμου», χρονολογία που αντιστοιχεί στο 1078-79 μ.Χ.

Η εκκλησία της Παναγίας, η οποία υπάρχει σήμερα στο συγκρότημα, είναι μεταβυζαντινή. Έχει κτιστεί στα ερείπια παλαιότερου ναού, όπως μαρτυρούν πολλά μαρμάρινα μέλη που υπάρχουν είτε ενσωματωμένα στην τοιχοποιία της είτε στον περίγυρο. Εκτός από τη βυζαντινή επιγραφή του 11ου αιώνα που ανέφερε ο Conze, αρκετά μέλη φέρουν σκαλιστό παλαιοχριστιανικό διάκοσμο, ενώ διακρίνονται σαρκοφάγοι, ένα σύνθρονο καθώς και πολλοί κίονες και μαρμάρινα θραύσματα. Συνεπώς, ο χώρος έχει παλαιότατη χρήση και επιβάλλεται ανασκαφή για να διευκρινιστούν αυτά τα ζητήματα.

Η ύπαρξη του μετοχιού είναι γνωστή από χρυσόβουλα της μονής Αγ. Παύλου του Άθω του 1436. Το 1462 ο Δημήτριος Παλαιολόγος -προσωρινός Δεσπότης της Λήμνου κατά παραχώρηση του Μωάμεθ του πορθητή- πρόσταξε τους μοναχούς της μονής να κλείσουν ένα «καπηλείον» που λειτουργούσε εκεί. Την ύπαρξη του μετοχιού επιβεβαιώνουν οι περιηγητές: Coronelli (1690-95), ο οποίος το χαρακτηρίζει μεγαλοπρεπές, Le Quien (1740: ως Monasterio S. Pauli), Choiseul-Gouffier (1785: ως Agio Paulitico Couvent) και Lacroix (1848).

Το προσωνύμιο «Μητρόπολις»

Στο παρελθόν το μοναστήρι χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του μητροπολίτη Λήμνου. Έτσι ερμηνεύεται τόσο το σύνθρονο, όσο και οι εντυπωσιακές σκαλιστές σαρκοφάγοι Το πιθανότερο είναι αυτό να συνέβη κατά τον 15ο αιώνα. Ο Γερμανός αρχαιολόγος Fredrich υποστηρίζει, ότι η μεταφορά της έδρας του μητροπολίτη στη μονή Αγ. Παύλου έγινε γύρω στο 1395, χωρίς να προσκομίζει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο.

Παλαιότερα έδρα του μητροπολίτη Λήμνου ήταν η Ηφαιστεία και, μετά την παρακμή της, ο Κότσινος. Κατά την περίοδο της ενετοκρατίας (1207-77) οι Λατίνοι δεν επέτρεψαν την ύπαρξη ορθοδόξου μητροπολίτη στο νησί κι εγκατέστησαν αντιπρόσωπο του Πάπα. Μετά την εκδίωξη των Ενετών από το νησί το 1277 και την εγκατάσταση και πάλι ορθοδόξου μητροπολίτη, αυτός εγκαταστάθηκε στον Κότσινο.

Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα και μέχρι το 1479, που παραχωρήθηκε στους Οθωμανούς, το νησί πέρασε δύσκολα χρόνια. Το πιθανότερο είναι πως στη διάρκεια αυτής της περιόδου συνέβη η μετακίνηση της μητροπολιτικής έδρας από τον Κότσινο στον Άγιο Παύλο, μιας και από το 1408 τον Κότσινο κατείχαν οι γενουάτες Γατελούζι, πιστοί του δυτικού δόγματος. Σ’ αυτό συνηγορεί κι ένας προσδιορισμός που υπάρχει σε αγιορείτικο πρακτικό απογραφής του 1430 κι αναφέρεται στην περιοχή του Κότσινου: «…οδός απάγουσα εις την Αρχιεπισκοπήν…», που υπονοεί ότι το 1430 η Αρχιεπισκοπή Λήμνου δεν είχε έδρα τον Κότσινο, αλλά είχε μεταφερθεί στην ενδοχώρα και υπήρχε κάποια οδός πού οδηγούσε σ’ αυτήν.

Μετά την οθωμανική κατάκτηση ο ορθόδοξος μητροπολίτης εγκαταστάθηκε στο Κάστρο (Μύρινα). Έτσι η μονή του Αγίου Παύλου απέκτησε το προσωνύμιο Παλαιά Μητρόπολις ή Μητρόπολις, το οποίο διατήρησε σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και εξακολουθεί να φέρει μέχρι σήμερα. Δεν αποκλείεται έκτοτε το μοναστήρι να χρησιμοποιείτο είτε ως τόπος αναψυχής του εκάστοτε μητροπολίτη είτε ως δεύτερη μητροπολιτική κατοικία.

Στη συνέχεια η μονή και το Λικολι, όπως ονόμαζαν οι Οθωμανοί τον κοντινό οικισμό των πάροικων του μετοχιού, ερειπώθηκαν κι εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους κάποια χρονική στιγμή μετά το 1695, χρονιά κατά την οποία επισκέφθηκε το μετόχι ο Coronelli και εντυπωσιάστηκε από αυτό.

 

Ο μοναδικός ασκεπής ναός στον κόσμο! – Παναγιά Κακαβιώτισσα Λήμνου

 

Η Παναγιά, ονομάστηκε Κακαβιώτισσα από το βουνό Κάκαβο στο οποίο βρίσκεται το ξωκλήσι της. Πρόκειται για τη μοναδική παγκοσμίως άσκεπη εκκλησία, η οποία είναι χτισμένη μέσα σε μια σπηλιά. Δεν είναι ακριβώς σπηλιά αλλά μια εσοχή που σχηματίζουν τα βράχια.Κάτω από το βραχώδες αυτό μπαλκόνι ασκητές ήδη από τα 1305 επέλεξαν το τόπο του Κάκαβου, για να ασκητέψουν και να δοξολογήσουν την Παναγία.Έχτισαν το ναΐσκο για να λειτουργούνται οι μοναχοί, που ασκήτευαν στις γύρω σπηλιές του βουνού.

 

 

Κάποτε οι μοναχοί πέθαναν, καινούργιοι ασκητές δεν ήρθαν και ο τελευταίος που έμεινε, αποφάσισε, να εγκαταλείψει τη Λήμνο και να πάει στο Άγιο Όρος.Πριν φύγει, βρήκε ένα Λημνιό από την οικογένεια Μουμτζή, από το Κοντιά, που ‘χε τη μάντρα του εκεί κοντά και του εμπιστεύτηκε την εικόνα της Παναγίας, το «Ρόδον το αμάραντον». Ο μοναχός ζήτησε από το βοσκό να ανεβάζει την εικόνα στο ναό κάθε Λαμπροτρίτη για να λειτουργείται. Έπειτα ο ασκητής μπήκε στη θάλασσα, άνοιξε το ράσο του, το οποίο έγινε βάρκα και έφυγε για το Άγιο Όρος.Το μετόχι της Παναγίας της Κακαβιώτισσας βρίσκεται κοντά στο ερειπωμένο πια χωριό Ζεματά ή Ζυματά στη περιοχή του Κοντιά, 4 μόλις χιλιόμετρα από τη Μύρινα.Η Παναγία η Κακαβιώτισσα είναι ένα από τα πολλά παλαιά αγιορείτικα μετόχια της Λήμνου.

Το μετόχι είναι γνωστό ήδη από το 1305, έτος που περιήλθε στην ιδιοκτησία της μονής Μεγίστης Λαύρας. Μοναχοί τότε από τον Άγιο Ευστράτιο που ανήκαν στη μονή της Μεγίστης Λαύρας, εγκαταστάθηκαν στη σπηλιά, για να προστατευθούν από τις επιδρομές των Τούρκων.Εντυπωσιακή είναι η θέση του ναΐσκου. Βρίσκεται μέσα σε δυσπρόσιτη σπηλιά, στις παρυφές του βουνού. Η σπηλιά βρίσκεται σε ιδανική θέση για ερημίτες.Ακόμα και σήμερα σε μια διπλανή μικρή σπηλιά συναντάμε ίχνη ανθρώπων, που πηγαίνουν στη σπηλιά, για να απομονωθούν και να προσευχηθούν. Υπάρχουν κονσέρβες, πνευματικά χριστιανικά βιβλία και στρωσίδια. Το ξωκλήσι λειτουργεί και εορτάζει κάθε Λαμπροτρίτη, όταν οι κάτοχοι της εικόνας την ανεβάζουν στο ναό, για να λειτουργηθεί.

Η Λήμνος και το Άγιο Όρος σε χάρτη του 1588