Οινοτουρισμός στη Λήμνο

 

 

«Αυτά μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι τότε· ωστόσο
ο γήλιος έπεσε και τέλεψαν οι Αργίτες τη δουλειά τους·
και στα καλύβια βόδια εσφάζανε, και πήραν και δειπνούσαν
κι είχαν κρασί απ’ τη Λήμνο, που ‘φεραν πολλά καράβια εκείθε,
σταλμένα από το γιο του Ιάσονα στους Αχαιούς, τον Εύνηο,
που ‘χε γεννήσει στον Ιάσονα το βασιλιά η Υψιπύλη.»

Ομήρου Ιλιάδα, Η 465-470

Η φήμη του Λημνιού κρασιού με τα μεθυστικά αρώματα είναι πλέον διεθνής, καθώς ιδιαίτερα τα γλυκά κρασιά της που παράγονται από τα ώριμα σταφύλια της έχουν αποσπάσει διεθνείς διακρίσεις. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο βασιλιάς της Λήμνου ο Θόαντας,που ήταν σύμφωνα με τον μύθο γιος του Διονύσου και της Αριάδνης,δίδαξε στους Λημνιούς την τέχνη της αμπελουργίας.Το Μοσχάτο Αλεξανδρείας καλλιεργείται εδώ και αιώνες, ενώ το αρχαιότερο καλαμπάκι ή Λημνιό έχει ιστορία η οποία χάνεται στα βάθη των χρόνων. Ίσως να φθάνει μέχρι τα χρόνια του Τρωικού Πολέμου, όταν οι Αχαιοί προμηθεύονταν κρασί από τη Λήμνο.Εκτός από το φημισμένο κρασί της, η Λήμνος διαθέτει επίσης εξαιρετικό τσίπουρο και ούζο, που συνοδεύουν πολύ ταιριαστά τους μεζέδες και τις θαλασσινές νοστιμιές της.Αν είστε τυχεροί και βρεθείτε στο νησί τον καιρό της απόσταξης από τα μέσα μέχρι τα τέλη του φθινοπώρου, ζήστε από κοντά σε ένα λακαριό την πρώτη δοκιμή, μαζί με μεζέδες καλή παρέα, τραγούδια και χορούς.

Η Λήμνος,  με την ήπια μέχρι τώρα τουριστική ανάπτυξή της, και διαθέτοντας τα  περισσότερα  από τα  χαρακτηριστικά που  πρέπει να έχει ένας «Δρόμος του Κρασιού» (οινική  παράδοση και  παραγωγή,  μεγάλο  ιστορικό,  αρχαιολογικό,πολιτιστικό, αρχιτεκτονικό και λαογραφικό πλούτο,έντονο περιβαλλοντικό ενδιαφέρον με υγροβιότοπους, ιδιαίτερη πανίδα, περιοχές ενταγμένες σε δίκτυα προστασίας),αναδεικνύεται  σε  πρότυπο  προορισμό  ανάπτυξης  εναλλακτικών μορφών θεματικού και, εν προκειμένω,οινικού τουρισμού.

Από τα 3 νησιά της πρώην νομαρχίας Λέσβου τα πρωτεία ως προς τον οινο τουρισμό ανήκουν στην πανέμορφη Λήμνο, όπου οι δυνατότητες είναι πολύ μεγάλες.Οι οινόφιλοι ταξιδευτές θα βρουν αμπέλια και οινοποιεία κυρίως στην περιοχή Ατσικής αλλά και στις περιοχές Μύρινας, Μούδρου και Νέας Κούταλης. Στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου Ατσικής είναι περίπου το 45% της έκτασης του λημνιακού αμπελώνα.

Η  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΣΤΗ ΛΗΜΝΟ

Το στίγμα του αμπελιού και τη σημασία του στο νησί, το δίνει η σύνδεση του Ηφαίστου με τον πρώτο βασιλιά της Λήμνου, τον Θόαντα. Η Λήμνος με τα αμπέλια της και την παραγωγή κρασιού είναι γνωστή στον Όμηρο, ο οποίος αναφέρει στην Ιλιάδα ότι οι Αχαιοί, όσο βαστούσε η πολιορκία της Τροίας, ευφραίνονταν με λημνιό κρασί. Από τότε μέχρι και σήμερα, το κρασί, πλάι στα σιτηρά, δεν έπαψε να συγκαταλέγεται σταθερά στα κύρια προϊόντα του νησιού, με ικανό πλεόνασμα για εξαγωγές. Τη σημασία, ακριβώς, της τοπικής οινοπαραγωγής, οι αρχαίοι κάτοικοι της Ηφαιστείας την έχουν απεικονίσει σε κάποιες νομισματικές κοπές, άλλοτε με την κεφαλή του Διόνυσου κι άλλοτε με ένα τσαμπί σταφύλι.

 

ΛΗΜΝΙΑ ΑΜΠΕΛΟΣ

Όπως οι περισσότεροι οίνοι πολυτελείας της ελληνικής αρχαιότητας ήταν γνωστοί με το όνομα του τόπου παραγωγής τους, έτσι και το κρασί της Λήμνου: «Τας λήμνιας αμπέλους» τραγούδησε ο χορός των γεωργών της Αττικής στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη και ο Πολυδεύκης, στον «Ονομαστικό», αναφέρεται ομοίως στη «λημνίαν άμπελον». Οι πρώτες αξιόπιστες όσο και εμπεριστατωμένες μαρτυρίες σχετικά με τους αμπελώνες και το ύψος παραγωγής του κρασιού στη Λήμνο, που ανάγονται στα υστεροβυζαντινά χρόνια (1261-1453 μ.Χ.), αφορούν στα κτήματα, κυρίως τα μετόχια, των μονών του Άθωνα.

                                             

 

ΤΟ ΛΗΜΝΙΟ Ή ΚΑΛΑΜΠΑΚΙ

Η πιο αρχαία ποικιλία του νησιού είναι το καλαμπάκι. Με ρώγα στο μέγεθος ενός νυχιού, έχει πολλά κουκούτσια και έντονη χρωστική. Αν και σχετικά νόστιμο, δεν προορίζεται για βρώση, αλλά μόνο για Παρασκευή κρασιού. Η παραγωγή των μαύρων σταφυλιών καλαμπάκι διαδόθηκε σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, κυρίως στη Χαλκιδική, όπου εκεί απέκτησε την ονομασία προέλευσης: Λημνιό.

 

 

 

ΜΟΣΧΑΤΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

Μέχρι το 1910 περίπου, οπότε εισήχθη στο νησί η ποικιλία μοσχάτο Αλεξανδρείας (οι ντόπιοι το ονομάζουν εγγλέζικο ή εγγλέζικα κλήματα), καλλιεργούνταν μόνο μαύρα σταφύλια, δηλαδή οι ποικιλίες καλαμπάκι, γκντούρα και φωκιανά. Σήμερα το μοσχάτο Αλεξανδρείας, όντας περισσότερο προσοδοφόρο, έχει παραγκωνίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις υπόλοιπες ντόπιες ποικιλίες, αφού σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 1992 κάλυψε το 95% της συνολικής παραγωγής. Όμως, τα τελευταία 2 χρόνια το Μοσχάτο εξορθολογίζεται όσο αφορά την παραγωγή του.

 

 

ΥΨΗΛΟΒΑΘΜΑ ΚΡΑΣΙΑ

Το ηφαιστειογενές του εδάφους, που είναι φτωχό σε ασβέστιο, οι κλιματολογικές συνθήκες, τα θερμά και ξηρά καλοκαίρια και οι λίγες βροχοπτώσεις, βοηθούν στο να δώσουν τα σταφύλια της Λήμνου, τόσο το μοσχάτο Αλεξανδρείας, όσο και το λημνιό, υψηλούς αλκοολικούς βαθμούς.

Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΤΡΥΓΟΥ

Ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, γύρω στις 15-20 Σεπτεμβρίου, ο τρυγητός γινόταν κυρίως από γυναίκες, ενώ το ταυτόχρονο πάτημα των σταφυλιών το έκαναν, κατά κανόνα, άντρες. Οι πυκνές συστάδες των πατητηριών στο Ρωμανού και το Ρεπανίδι, μετατρέπονταν τότε σε «πολύβουο μελίσσι». Με σύμπνοια και αμοιβαία προθυμία, η μια οικογένεια βοηθούσε εθελοντικά την άλλη, τόσο στον τρυγητό και στη μεταφορά των φορτωμάτων από τα αμπέλια, όσο και στο πάτημα των σταφυλιών. Τα πρώτα φορτώματα, 1-2 γομάρια, πατιούνταν κατά βούληση κατευθείαν μέσα στις ίδιες γούβες, ενώ την υπόλοιπη ποσότητα σταφυλιών την πατούσαν μέσα σε ξύλινα ή λαξευμένα παραβούτια. Στέμφυλα (φλοιός σταφυλιού και κουκούτσια) και γλεύκος διοχετεύονταν στη γούβα για τη ζύμωση και παρέμεναν εκεί μια εβδομάδα περίπου. Όσοι επιθυμούσαν μπρούσκο κρασί, τα άφηναν περισσότερο, μέχρι και 40 ημέρες, κλείνοντας το στόμιο με λίθινο πώμα. Για την άντληση, βύθιζαν στη γούβα ένα καλάθι, σούρωναν μέσα του το κρασί και, απαλλαγμένο πλέον από τα στέμφυλα, το έβαζαν σε μικρά εύχρηστα δοχεία ή σε κρατούνες (νεροκολοκύθες). Αφού τέλειωναν οι οινοπαρασκευαστικές δραστηριότητες, οι γούβες καθαρίζονταν επιμελώς, αφήνονταν ανοιχτές, ώσπου να στεγνώσουν και τέλος, σφραγίζονταν ερμητικά, για να διατηρηθούν καθαρές μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβριο. Στα υπόλοιπα χωριά της Λήμνου, αντί για λαξευτούς ληνούς (γούβες), είχαν μεγάλα πήλινα πιθάρια, που τα έχωναν στο έδαφος.

 

 

Γούβα λαξευτή στη πέτρα, που χρησιμοποιείται ως χώρος ζύμωσης του κρασιού (Ρωμανού).

 

 

Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ

 

Για τη μεταφορά του στο σπίτι, όπου το μετάγγιζαν σε μικρά συνήθως βαρέλια, χρησιμοποιούσαν μεγάλα λαγήνια, τους σουρλάδες. Οι σουρλάδες εισάγονταν, αρχικά, στο νησί, αργότερα όμως άρχισαν να κατασκευάζονται στα τσουκαλαριά του γειτονικού Κότσινα. Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να σπάσουν οι σουρλάδες, τοποθετούσαν μέσα στα κοφίνια άχυρα και χορτάρια.

 

 

Κρατούνα (αντικείμενο από κολοκύθα για τη μεταφορά του κρασιού από τις γούβες στα βαρέλια).

 

 

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ

Η προετοιμασία του βαρελιού, για να δεχθεί το καινούργιο κρασί, ήταν σύνθετη: αφαιρούσαν την παλιά οινολάσπη ή ουλιά, πλένοντάς το καλά 2-3 φορές με νερό, που μέσα του έριχναν μικρά χαλίκια, ενώ μετά, για την πιο αποτελεσματική απολύμανσή του, έκαιγαν στο εσωτερικό του θειαφοκέρια (χοντρές κλωστές διαποτισμένες με διάλυμα θειαφιού, που τις κρεμούσαν από την πάνω μεγάλη τρύπα του). Η όλη προετοιμασία έκλεινε με το στυφάρισμα: έπλεναν το βαρέλι με ζεματιστό, αυτή τη φορά, νερό, που μέσα του έριχναν δεντρολίβανο, φύλλα κυδωνιάς, φλισκούνι, θυμάρι και βασιλικό. Με τον τρόπο αυτόν, προσέδιδαν στα βαρέλια, αλλά και στο ίδιο το κρασί, όλες αυτές τις χαρακτηριστικές ευωδιές.

 

ΤΟ ΛΗΜΝΙΟ ΤΣΙΠΟΥΡΟ ΚΑΙ ΟΥΖΟ

Μετά την ολοκλήρωση της άντλησης από τις γούβες, κάλυπταν τα στέμφυλα που απέμειναν με μια στρώση κουμδιών (ξερών φυκιών), ώστε να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη υγρασία, ξανασφράγιζαν το στόμιο με το λίθινο πώμα κι αχυρολάσπη, και τα άφηναν έτσι για 1,5-2 μήνες περίπου. Μετά τα μετέφεραν στα λακαριά ή ροκαριά (από τη λέξη ρακί), όπου, μετά από βρασμό και διπλή απόσταξη, έβγαζαν το τσίπουρο. Σύκα, σταφίδες, κριθάρι, κρεμμύδια, καλαμπόκι, μοσχοκάρυδο, μέλι, μαστίχα και κυρίως γλυκάνισο, ήταν τα συστατικά που πρόσθεταν στο τσίπουρο, για να αποκτήσει πιο πολλή γλυκύτητα και ευωδιά, αλλά και το γαλακτερό χρώμα ύστερα από την πρόσμειξή του με το νερό. Στη Λήμνο επιτρέπεται από την εποχή που επισκέφτηκε το νησί ο Ελ. Βενιζέλος, η διπλή απόσταξη του τσίπουρου που το κάνει πιο πλούσιο σε αλκοόλ. Το τσίπουρο θεωρείται το πιο ανερχόμενο αμπελουργικό προϊόν της Λήμνου και κερδίζει σταθερά έδαφος στις προτιμήσεις των φίλων του νησιού. Στη Λήμνο παράγεται και εξαιρετικής ποιότητας ούζο. Υπάρχουν δε και ορισμένες δημοφιλείς ετικέτες που θα τις βρείτε σε όλο το νησί και στα Super Market.

 

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΟΙ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ

1) Το μοσχάτο Αλεξανδρείας, που έχει σχετικά αραιές και μεγάλες ρώγες και στην Ελλάδα καλλιεργείται σχεδόν αποκλειστικά στη Λήμνο. Τα σταφύλια αυτά έχουν κουκούτσια και είναι εξαιρετικά νόστιμα, ενώ, αν ξεραθούν στον ήλιο δίνουν μια γευστική σταφίδα. Η ιδέα παραγωγής γλυκού κρασιού από τη συγκεκριμένη ποικιλία, οφείλεται στην ιδιότητά της να φτάνει σε μεγάλο βαθμό περιεκτικότητας σακχάρων.

 

2)Η ερυθρή αρχαία ελληνική ποικιλία λημνιό, που τοπικά την ονομάζουν καλαμπάκι και δεν προτείνεται για βρώση.

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΤΑ ΚΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ

Λευκός Ξηρός Οίνος
Ημίξηρος Λευκός και Ημίγλυκος
Μοσχάτος Λήμνου
Λευκός-Γλυκός
Γλυκύς Φυσικός (από διαλεχτούς αμπελώνες)
Αιγαιοπελαγίτικος Λευκός Ξηρός
Ερυθρός Ξηρός
Ροζέ Ξηρός
Ρετσίνα
Οι πρώτης ποιότητας, βιολογικής καλλιέργειας: Άρωμα Λήμνου και Δρύινος Άρωμα Λήμνου